- παγγλωσσία
- παγγλωσσία, ἡ (Α) [πάγγλωσος]απεραντολογία, φλυαρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγγλωσσίᾳ — παγγλωσσίαι , παγγλωσσία wordiness fem nom/voc pl παγγλωσσίᾱͅ , παγγλωσσία wordiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)